Xeromorphose
Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:
ξηρομόρφωση — η βοτ. το σύνολο τών μορφολογικών τροποποιήσεων που επιτρέπουν την προσαρμογή τών φυτών σε ξηρό περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. xeromorphose (< ξηρός + μόρφωση)] … Dictionary of Greek